- κολονέλος
- οανώτερος αξιωματικός, συνταγματάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. colonello].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ταρωνίτης — Επώνυμο οικογένειας του Βυζαντίου, που καταγόταν από τον ηγεμόνα των Αρμενίων Κρικόρ (Γρηγόριο). Ο Γρηγόριος, μετά την υποταγή του στον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’ (886 912), εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Οι επιφανέστεροι από αυτούς είναι: 1.… … Dictionary of Greek